περιτείναντα

περιτείναντα
περιτείνω
stretch all round
aor part act neut nom/voc/acc pl
περιτείνω
stretch all round
aor part act masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προσκαταλαμβάνω — Α 1. καταλαμβάνω επί πλέον 2. στερεώνω, δένω κάτι πάνω ή κοντά σε κάτι άλλο («τὰς δὲ χεῑρας παρὰ τὰς πλευρὰς περιτείναντα προσκαταλαβεῑν πρὸς αὐτὸ τὸ σῶμα», Ιπποκρ.) 3. παθ. προσκαταλαμβάνομαι (για συστατικό) περιέχομαι («ἔναιμα ῥητίνῃ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”